Το όνειρο του αδέσποτου.


Σήμερα είδα ένα πολύ περίεργο όνειρο, μαμά... και μόλις ξύπνησα είπα να το γράψω για να μην το ξεχάσω - εμείς τα σκυλιά έχουμε, λένε, κοντή μνήμη... και θα σου το στείλω γράμμα, μαμά.

Είδα λοιπόν, λίγο θολά, πως ήμουν μικρός... πολύ μικρός... μια αστεία φατσούλα με κλειστά ματάκια... και δίπλα μου ήταν κι άλλες τέτοιες αστείες φατσούλες... και στριμωχνόμασταν όλες μαζί και σκουντιόμασταν για να χωθούμε κάτω από μια μεγάλη, ζεστή και χνουδωτή αγκαλιά που την έλεγαν (άκου να δεις) «μαμά» κι εκείνη... αλλιώτικη από σένα – αλλά «μαμά»...

Και μετά, ξαφνικά, χάθηκαν όλοι από το όνειρο... και η άλλη μαμά και οι φατσούλες... και βρέθηκα μονάχος μου κάτω από έναν θάμνο, κοντά σε μια βρύση... και κρύωνα... και φοβόμουνα... κι ήμουν καταμεσής σ’ ένα μεγάλο πάρκο... κι είχε κι άλλα σκυλιά τριγύρω.... πολλά... και μεγάλα... και με κοιτούσαν με κάτι μάτια άγρια που καθόλου δεν μου άρεσαν...

Κι εγώ ζάρωσα κάτω από τον θάμνο κι έγινα ένα κουβαράκι... για να μη με βλέπουν... και πεινούσα – αχ πώς πεινούσα... μα πού να βγω να ψάξω για φαγητό, θα με κυνηγούσαν... ευτυχώς έφυγαν μετά από λίγο και σύρθηκα με την κοιλιά μέχρι τη βρύση... διψούσα τόσο πολύ... και βρήκα κι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και το μασούλησα... και μετά κοιμήθηκα κάτω από τον θάμνο μου...

Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινα εκεί, δεν το έλεγε στο όνειρο... αυτό που είδα μετά ήταν ένα χέρι που ήθελε να με χαϊδέψει... κι εγώ ζάρωσα ακόμα πιο πολύ γιατί θυμήθηκα κάτι άλλα χέρια που με τραβολογούσαν από την αγκαλιά της άλλης μαμάς, της χνουδωτής... και με πονούσαν... αλλά αυτό το χέρι φαινόταν καλό... και πήγα κοντά δειλά δειλά και το μύρισα – στο όνειρο... κι ήταν το δικό σου χέρι, μαμά... και μετά ξύπνησα...

Ετσι έγινε; Ε, μαμά; Όπως έλεγε το όνειρο; Κάποιοι με πήραν από την κανονική μου τη μαμά και με πέταξαν στο πάρκο, κουταβάκι ακόμα... για να με ξεφορτωθούν... για να πεθάνω... Γιατί, μαμά; Τι τους είχα κάνει, τι τους είχα πειράξει; Εγώ μόνο τη μαμά μου ήθελα... εκείνη, τη χνουδωτή...και θα ήμουν το πιο φρόνιμο, το πιο καλό κουταβάκι του κόσμου...

Θα με ρωτήσεις, μαμά μου – γιατί στα γράφω όλα αυτά; Αφού τα ξέρεις... αφού εσύ ήσουν που με πήρες αγκαλιά εκεί, στο πάρκο του φόβου... που με χάιδεψες και σταμάτησες το τρέμουλο στο κορμάκι μου... που με πήρες στο σπίτι σου λέγοντάς μου ένα σωρό λόγια… που τότε δεν τα καταλάβαινα αλλά τα ένιωθα σαν βάλσαμο στην απελπισία μου... και που τα έμαθα σιγά σιγά. «Κουταβίνο μου», «αγοράκι μου», «μη φοβάσαι, μικρούλη μου, εγώ είμαι εδώ» και άλλα πολλά... που μου έδωσες φαγάκι... και μια ζεστή κουβερτούλα για να κοιμηθώ εκεί, κοντά σου... εκεί που κοιμάμαι ακόμα, μαμά... οχτώ χρόνια από τότε...

Γι αυτό στα γράφω... για να σου πω ότι τα θυμήθηκα όλα... χάρη στο όνειρο... για να σου πω πόσο πολύ σ΄ αγαπώ... πως θα σε λατρεύω μέχρι το τέλος της σκυλίσιας μου ζωής... όχι μόνο γιατί με πήρες από το πάρκο... από τον θάμνο... από τα άλλα σκυλιά, που τόσο με τρόμαζαν – αλλά γιατί μ’ αγάπησες κι εσύ... πολύ... γιατί, όταν νιώθω αυτό σου το χέρι το λατρεμένο να με χαϊδεύει και ακούω τη φωνή σου να μου λέει «κουταβίνο μου», κοτζάμ σκύλαρο πια, λιώνω από τρυφερότητα... αχ και να μπορούσα να σου μιλήσω με φωνή ανθρώπινη, να σου πω όλα όσα αισθάνομαι για σένα...

Όμως σε κοιτάζω μέσα στα μάτια... και σου κουνάω σαν τρελός την ουρά μου... κι εσύ χαμογελάς... και ξέρω ότι καταλαβαίνεις όλα όσα θέλω να σου πω – έτσι δεν είναι, μαμά;


Από το βιβλίο "Η μετακόμιση των χρωμάτων" της Βάσως Αποστολοπούλου, Εκδόσεις "τοβιβλίο" 2016